φάγω — Α βλ. φάγομαι … Dictionary of Greek
φαγῶ — φαγός Valonia oak masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάγῳ — φάγος live on milk masc/fem/neut dat sg φάγος live on milk masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηδυφαγώ — ἡδυφαγῶ, έω (Α) τρέφομαι με νόστιμα φαγητά, τρώω λιχουδιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + φαγώ (< φάγος), πρβλ. ανθρωπο φάγος > ανθρωπο φαγώ, σαρκο φάγος > σαρκο φαγώ] … Dictionary of Greek
θαλλοφαγώ — θαλλοφαγῶ, έω (Α) (για γίδες) τρώγω θαλλούς, βλαστάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλλός + φαγώ (< φάγος < θ. φαγ , πρβλ. έ φαγ ον, αόρ. τού εσθίω), πρβλ. ξηρο φαγώ, χορτο φαγώ] … Dictionary of Greek
θερμοφαγώ — θερμοφαγῶ, έω (ΑΜ) θερμοτραγώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + φαγώ (< φαγος < θ. φαγ τού αορ. έ φαγ ον τού εσθίω*), πρβλ. αλληλο φαγώ, ξηρο φαγώ] … Dictionary of Greek
κυνοφαγώ — κυνοφαγῶ, έω (Α) τρώγω σκυλήσιο κρέας («Θρᾳκῶν ἔνιοι κυνοφαγεῑν ἱστοροῡνται», Σέξτ. Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + φαγῶ (< φαγος < θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω), πρβλ. ανθρωπο φαγώ, κρεο φαγώ] … Dictionary of Greek
λαβροφαγώ — λαβροφαγῶ, έω (Α) τρώγω με βουλιμία, τρώγω λαίμαργα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + φαγῶ (< φάγος < θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. τού ἐσθίω), πρβλ. καρπο φαγώ, ξηρο φαγώ] … Dictionary of Greek
τραγοφαγώ — έω, Α τρώω τράγο, τραγήσιο κρέας («τραγοφαγοῦσι δὲ μάλιστα καὶ τῷ Ἄρει τράγον θύουσι», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + φαγῶ (< φάγος*), πρβλ. καπρο φαγώ, πιθηκο φαγώ] … Dictionary of Greek
κοινοφαγία — κοινοφαγία, ἡ (Α) το να τρώει κάποιος ακάθαρτα και απαγορευμένα φαγητά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + φαγία, με επίδραση ενός αμάρτυρου *κοινο φαγῶ < κοινός + φαγῶ (< φάγος < θ. φαγ τού αορ. ἔ φαγ ον)] … Dictionary of Greek